διορατικῶν

διορατικῶν
διορατικός
clear-sighted
fem gen pl
διορατικός
clear-sighted
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λόουελ, Τζέιμς Ράσελ — (James Russell Lowell, Κέιμπριτζ Μασαχουσέτης 1819 – 1891). Αμερικανός ποιητής, δοκιμιογράφος και διπλωμάτης. Γιος πάστορα της Νέας Αγγλίας, διατήρησε πάντα μια αριστοκρατική θεώρηση του κόσμου. Για τριάντα χρόνια δίδαξε νεότερες γλώσσες στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”